- σχαδών
- σχαδώνlarva of the beefem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχαδών — όνος, η, ΝΑ, σχάδων, ονος, Α (λόγιος τ.) η προνύμφη τών δίπτερων και υμενόπτερων εντόμων και, ειδικότερα κατά την αρχαιότητα, η κάμπια τής μέλισσας ή τής σφήκας αρχ. 1. μικρή κυψέλη όπου τρέφεται και αναπτύσσεται η προνύμφη τής μέλισσας 2. μικρή… … Dictionary of Greek
σχαδόνα — σχαδών larva of the bee fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχαδόνας — σχαδών larva of the bee fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχαδόνες — σχαδών larva of the bee fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχαδόνων — σχαδών larva of the bee fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)